- ασκοφόρος
- ἀσκοφόρος, -ον (Α)αυτός που κρατά ασκί με κρασί σε γιορτή του Βάκχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + -φόρος < φέρω).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσκοφόρος — bear wineskins masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκοφόροι — ἀσκοφόρος bear wineskins masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκοφορώ — ἀσκοφορῶ ( έω) (Α) [ασκοφόρος] κρατώ ασκί με κρασί σε γιορτή του Βάκχου … Dictionary of Greek
ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
Λεύκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος κωμωδιογράφος (5oς αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Άγνωνα. Μεταξύ των έργων του περιλαμβανόταν Ο όνος ασκοφόρος, Οι Φράτερες και Οι πρέσβεις, το οποίο βραβεύτηκε το 422 π.Χ. στα Λήναια, παίρνοντας… … Dictionary of Greek